- στρικτός
- -ή, -όν, Α1. ισχνός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρικτόν(στους Ρωμαίους) είδος στενού υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. strictus, -a, -um, μτχ. τού ρ. stringo «πιέζω, σφίγγω, στενεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρικτόν — στρικτός strigosus masc acc sg στρικτός strigosus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)